Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
View word page
οἰκτειρέω
οἰκτειρέω οἰκτειρέω, fut. -ήσω later form of οἰκτείρω, NTest.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκτειρέω
Headword (normalized):
οἰκτειρέω
Headword (normalized/stripped):
οικτειρεω
IDX:
22776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22799
Key:
oi)kteire/w

Data

{'content': 'οἰκτειρέω\n οἰκτειρέω,\n fut. -ήσω\n later form of οἰκτείρω, NTest.', 'key': 'oi)kteire/w'}