Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
View word page
οἰκοφθόρος
οἰκοφθόρος οἰκο-φθόρος, ὁ, φθείρω one who ruins a house, a prodigal, Plat.
ShortDef
one who ruins a house, a prodigal
Debugging
Headword:
οἰκοφθόρος
Headword (normalized):
οἰκοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
οικοφθορος
IDX:
22774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22797
Key:
oi)kofqo/ros
Data
{'content': 'οἰκοφθόρος\n οἰκο-φθόρος, ὁ,\n φθείρω\n one who ruins a house, a prodigal, Plat.', 'key': 'oi)kofqo/ros'}