Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
View word page
οἰκοφθορία
οἰκοφθορία οἰκοφθορία, ἡ, a squandering oneʼs substance, Plat.
ShortDef
a squandering one's substance
Debugging
Headword:
οἰκοφθορία
Headword (normalized):
οἰκοφθορία
Headword (normalized/stripped):
οικοφθορια
IDX:
22773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22796
Key:
oi)kofqori/a
Data
{'content': 'οἰκοφθορία\n οἰκοφθορία, ἡ,\n a squandering oneʼs substance, Plat.', 'key': 'oi)kofqori/a'}