Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
View word page
οἰκούρημα
οἰκούρημα from οἰκουρέω οἰκούρημα, ατος, τό, the watch or keeping of a house, Eur.; οἰκ. τῶν ξένων οἱ οἰκουροῦντες ξένοι, Soph. a keeping the house, staying, at home, Eur. in concrete sense, of persons, οἰκουρήματα φθείρειν to corrupt the stay-at-homes, i. e. the women, Eur.

ShortDef

the watch

Debugging

Headword:
οἰκούρημα
Headword (normalized):
οἰκούρημα
Headword (normalized/stripped):
οικουρημα
IDX:
22767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22790
Key:
oi)kou/rhma

Data

{'content': 'οἰκούρημα\n from οἰκουρέω\n οἰκούρημα, ατος, τό,\n the watch or keeping of a house, Eur.; οἰκ. τῶν ξένων οἱ οἰκουροῦντες ξένοι, Soph.\n a keeping the house, staying, at home, Eur.\n in concrete sense, of persons, οἰκουρήματα φθείρειν to corrupt the stay-at-homes, i. e. the women, Eur.', 'key': 'oi)kou/rhma'}