Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
View word page
ἀνακράζω
ἀνακράζω to cry out, lift up the voice, Od., Attic

ShortDef

to cry out, lift up the voice

Debugging

Headword:
ἀνακράζω
Headword (normalized):
ἀνακράζω
Headword (normalized/stripped):
ανακραζω
IDX:
2278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2279
Key:
a)nakra/zw

Data

{'content': 'ἀνακράζω\n to cry out, lift up the voice, Od., Attic', 'key': 'a)nakra/zw'}