Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
View word page
οἰκουμενικός
οἰκουμενικός οἰκουμενικός, ή, όν of or from the whole world (ἡ οἰκουμένη) ; of Eccl. Councils, oecumenical.

ShortDef

of, from, or open to the whole world

Debugging

Headword:
οἰκουμενικός
Headword (normalized):
οἰκουμενικός
Headword (normalized/stripped):
οικουμενικος
IDX:
22764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22787
Key:
oi)koumeniko/s

Data

{'content': 'οἰκουμενικός\n οἰκουμενικός, ή, όν\n of or from the whole world (ἡ οἰκουμένη) ; of Eccl. Councils, oecumenical.', 'key': 'oi)koumeniko/s'}