Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
View word page
οἰκότως
οἰκότως Ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς reasonably, probably, Hdt.

ShortDef

reasonably, probably

Debugging

Headword:
οἰκότως
Headword (normalized):
οἰκότως
Headword (normalized/stripped):
οικοτως
IDX:
22762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22785
Key:
oi)ko/tws

Data

{'content': 'οἰκότως\n Ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς\n reasonably, probably, Hdt.', 'key': 'oi)ko/tws'}