Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουρός
View word page
οἰκοτύραννος
οἰκοτύραννος οἰκο-τύραννος (ῠ), ὁ, a domestic tyrant, Anth.

ShortDef

a domestic tyrant

Debugging

Headword:
οἰκοτύραννος
Headword (normalized):
οἰκοτύραννος
Headword (normalized/stripped):
οικοτυραννος
IDX:
22761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22784
Key:
oi)kotu/rannos

Data

{'content': 'οἰκοτύραννος\n οἰκο-τύραννος (ῠ), ὁ,\n a domestic tyrant, Anth.', 'key': 'oi)kotu/rannos'}