Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
View word page
οἰκότριψ
οἰκότριψ οἰκό-τριψ, ῐβος, ὁ, τρίβω a slave born and bred in the house, Dem.
ShortDef
a slave born and bred in the house
Debugging
Headword:
οἰκότριψ
Headword (normalized):
οἰκότριψ
Headword (normalized/stripped):
οικοτριψ
IDX:
22760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22783
Key:
oi)ko/triy
Data
{'content': 'οἰκότριψ\n οἰκό-τριψ, ῐβος, ὁ,\n τρίβω\n a slave born and bred in the house, Dem.', 'key': 'oi)ko/triy'}