Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
View word page
ἀνακούφισις
ἀνακούφισις from ἀνακουφίζω relief from a thing, c. gen., Soph.
ShortDef
relief
Debugging
Headword:
ἀνακούφισις
Headword (normalized):
ἀνακούφισις
Headword (normalized/stripped):
ανακουφισις
IDX:
2277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2278
Key:
a)nakou/fisis
Data
{'content': 'ἀνακούφισις\n from ἀνακουφίζω\n relief from a thing, c. gen., Soph.', 'key': 'a)nakou/fisis'}