Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
View word page
οἰκοποιός
οἰκοποιός οἰκο-ποιός, όν ποιέω constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.
ShortDef
constituting a house
Debugging
Headword:
οἰκοποιός
Headword (normalized):
οἰκοποιός
Headword (normalized/stripped):
οικοποιος
IDX:
22755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22778
Key:
oi)kopoio/s
Data
{'content': 'οἰκοποιός\n οἰκο-ποιός, όν\n ποιέω\n constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.', 'key': 'oi)kopoio/s'}