Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
View word page
οἰκόπεδον
οἰκόπεδον οἰκό-πεδον, ου, τό, the site of a house, Xen., Aeschin., etc. the house itself, a building, Thuc.

ShortDef

the site of a house

Debugging

Headword:
οἰκόπεδον
Headword (normalized):
οἰκόπεδον
Headword (normalized/stripped):
οικοπεδον
IDX:
22754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22777
Key:
oi)ko/pedon

Data

{'content': 'οἰκόπεδον\n οἰκό-πεδον, ου, τό,\n the site of a house, Xen., Aeschin., etc.\n the house itself, a building, Thuc.', 'key': 'oi)ko/pedon'}