Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκοτύραννος
View word page
οἰκονομία
οἰκονομία οἰκονομία, ἡ, from οἰκονόμος the management of a household or family, husbandry, thrift, Plat., etc.
ShortDef
the management of a household
Debugging
Headword:
οἰκονομία
Headword (normalized):
οἰκονομία
Headword (normalized/stripped):
οικονομια
IDX:
22751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22774
Key:
oi)konomi/a
Data
{'content': 'οἰκονομία\n οἰκονομία, ἡ,\n from οἰκονόμος\n the management of a household or family, husbandry, thrift, Plat., etc.', 'key': 'oi)konomi/a'}