Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
οἰκοτριβής
View word page
οἶκόνδε
οἶκόνδε Epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἶκόνδε
Headword (normalized):
οἶκόνδε
Headword (normalized/stripped):
οικονδε
IDX:
22749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22772
Key:
oi)=ko/nde

Data

{'content': 'οἶκόνδε\n Epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.', 'key': 'oi)=ko/nde'}