Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκόριος
οἰκόσιτος
οἶκος
View word page
οἴκοι
οἴκοι οἶκος at home, in the house, Lat. domi, Il., Hes., etc.; τὰ οἴκοι oneʼs domestic affairs, Xen., Plat.; so, ἡ οἴκοι δίαιτα Soph.; ἡ οἴκοι (sc. πόλις) oneʼs own country, Soph.

ShortDef

at home, in the house

Debugging

Headword:
οἴκοι
Headword (normalized):
οἴκοι
Headword (normalized/stripped):
οικοι
IDX:
22748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22771
Key:
oi)/koi

Data

{'content': 'οἴκοι\n οἶκος\n at home, in the house, Lat. domi, Il., Hes., etc.; τὰ οἴκοι oneʼs domestic affairs, Xen., Plat.; so, ἡ οἴκοι δίαιτα Soph.; ἡ οἴκοι (sc. πόλις) oneʼs own country, Soph.', 'key': 'oi)/koi'}