Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
View word page
οἰκοδόμος
οἰκοδόμος οἰκο-δόμος, ὁ, δέμω a builder, an architect, Hdt., Plat.
ShortDef
a builder, an architect
Debugging
Headword:
οἰκοδόμος
Headword (normalized):
οἰκοδόμος
Headword (normalized/stripped):
οικοδομος
IDX:
22745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22768
Key:
oi)kodo/mos
Data
{'content': 'οἰκοδόμος\n οἰκο-δόμος, ὁ,\n δέμω\n a builder, an architect, Hdt., Plat.', 'key': 'oi)kodo/mos'}