οἰκοδομικός
οἰκοδομικός, ή, όν
οἰκοδόμος
practised or skilful in building, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of building, architecture, Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat.
{'content': 'οἰκοδομικός\n οἰκοδομικός, ή, όν\n οἰκοδόμος\n practised or skilful in building, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of building, architecture, Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat.', 'key': 'oi)kodomiko/s'}