Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
View word page
οἰκοδομικός
οἰκοδομικός οἰκοδομικός, ή, όν οἰκοδόμος practised or skilful in building, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of building, architecture, Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat.

ShortDef

practised or skilful in building

Debugging

Headword:
οἰκοδομικός
Headword (normalized):
οἰκοδομικός
Headword (normalized/stripped):
οικοδομικος
IDX:
22744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22767
Key:
oi)kodomiko/s

Data

{'content': 'οἰκοδομικός\n οἰκοδομικός, ή, όν\n οἰκοδόμος\n practised or skilful in building, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of building, architecture, Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat.', 'key': 'oi)kodomiko/s'}