Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμος
View word page
οἰκοδομία
οἰκοδομία οἰκοδομία, ἡ, = οἰκοδόμησις, Thuc. a building, edifice, Plat.

ShortDef

a building, edifice

Debugging

Headword:
οἰκοδομία
Headword (normalized):
οἰκοδομία
Headword (normalized/stripped):
οικοδομια
IDX:
22743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22766
Key:
oi)kodomi/a

Data

{'content': 'οἰκοδομία\n οἰκοδομία, ἡ,\n = οἰκοδόμησις, Thuc.\n a building, edifice, Plat.', 'key': 'oi)kodomi/a'}