Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
View word page
οἰκοδομή
οἰκοδομή οἰκοδομή, ἡ, a late form for οἰκοδόμημα, Plut., NTest.
ShortDef
building
Debugging
Headword:
οἰκοδομή
Headword (normalized):
οἰκοδομή
Headword (normalized/stripped):
οικοδομη
IDX:
22738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22761
Key:
oi)kodomh/
Data
{'content': 'οἰκοδομή\n οἰκοδομή, ἡ,\n a late form for οἰκοδόμημα, Plut., NTest.', 'key': 'oi)kodomh/'}