Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
View word page
οἰκογενής
οἰκογενής οἰκο-γενής, ές γίγνομαι born in the house, homebred, of slaves, Lat. verna, Plat.; of quails, Ar.
ShortDef
born in the house, homebred
Debugging
Headword:
οἰκογενής
Headword (normalized):
οἰκογενής
Headword (normalized/stripped):
οικογενης
IDX:
22733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22756
Key:
oi)kogenh/s
Data
{'content': 'οἰκογενής\n οἰκο-γενής, ές\n γίγνομαι\n born in the house, homebred, of slaves, Lat. verna, Plat.; of quails, Ar.', 'key': 'oi)kogenh/s'}