Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
οἰκοδόμησις
View word page
οἰκίσκος
οἰκίσκος οἰκίσκος, ὁ, Dim. of οἶκος a small room, Dem.

ShortDef

a small room

Debugging

Headword:
οἰκίσκος
Headword (normalized):
οἰκίσκος
Headword (normalized/stripped):
οικισκος
IDX:
22729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22752
Key:
oi)ki/skos

Data

{'content': 'οἰκίσκος\n οἰκίσκος, ὁ,\n Dim. of οἶκος\n a small room, Dem.', 'key': 'oi)ki/skos'}