Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκητήριον
οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδόμημα
οἰκοδομή
View word page
οἴκισις
οἴκισις οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω a peopling, colonisation, Thuc.
ShortDef
a peopling, colonisation
Debugging
Headword:
οἴκισις
Headword (normalized):
οἴκισις
Headword (normalized/stripped):
οικισις
IDX:
22728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22751
Key:
oi)/kisis
Data
{'content': 'οἴκισις\n οἴκῐσις, ιος, ἡ,\n οἰκίζω\n a peopling, colonisation, Thuc.', 'key': 'oi)/kisis'}