Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἴκημα
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
View word page
οἰκίδιον
οἰκίδιον οἰκίδιον, ου, τό, Dim. of οἶκος a chamber, Ar.
ShortDef
a chamber
Debugging
Headword:
οἰκίδιον
Headword (normalized):
οἰκίδιον
Headword (normalized/stripped):
οικιδιον
IDX:
22725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22748
Key:
oi)ki/dion
Data
{'content': 'οἰκίδιον\n οἰκίδιον, ου, τό,\n Dim. of οἶκος\n a chamber, Ar.', 'key': 'oi)ki/dion'}