Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
οἰκισμός
View word page
οἰκητής
οἰκητής οἰκητής, οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, Soph., Plat.

ShortDef

inhabitant

Debugging

Headword:
οἰκητής
Headword (normalized):
οἰκητής
Headword (normalized/stripped):
οικητης
IDX:
22720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22743
Key:
oi)khth/s

Data

{'content': 'οἰκητής\n οἰκητής, οῦ, ὁ,\n = οἰκήτωρ, Soph., Plat.', 'key': 'oi)khth/s'}