Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκιακός
οἰκία
οἰκίδιον
οἰκίζω
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκος
View word page
οἰκητήρ
οἰκητήρ οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, poetic for οἰκητής, Soph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκητήρ
Headword (normalized):
οἰκητήρ
Headword (normalized/stripped):
οικητηρ
IDX:
22719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22742
Key:
oi)khth/r

Data

{'content': 'οἰκητήρ\n οἰκητήρ, ῆρος, ὁ,\n poetic for οἰκητής, Soph.', 'key': 'oi)khth/r'}