Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
View word page
ἀνακοντίζω
ἀνακοντίζω intr., to dart or shoot up, Il., Hdt.
ShortDef
to dart
Debugging
Headword:
ἀνακοντίζω
Headword (normalized):
ἀνακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακοντιζω
IDX:
2273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2274
Key:
a)nakonti/zw
Data
{'content': 'ἀνακοντίζω\n intr., to dart or shoot up, Il., Hdt.', 'key': 'a)nakonti/zw'}