Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκείω
οἰκείωσις
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήρ
οἰκητής
οἰκητός
View word page
οἰκετικός
οἰκετικός οἰκετικός, ή, όν οἰκέτης of or for the menials or household, Plat., Arist.

ShortDef

of or for the servants or the household

Debugging

Headword:
οἰκετικός
Headword (normalized):
οἰκετικός
Headword (normalized/stripped):
οικετικος
IDX:
22711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22734
Key:
oi)ketiko/s

Data

{'content': 'οἰκετικός\n οἰκετικός, ή, όν\n οἰκέτης\n of or for the menials or household, Plat., Arist.', 'key': 'oi)ketiko/s'}