Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰήϊον
οἴησις
οἰητέος
οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκείω
οἰκείωσις
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
View word page
οἰκείωμα
οἰκείωμα οἰκείωμα, ατος, τό, kindred, relationship, Strab.
ShortDef
kindred, relationship
Debugging
Headword:
οἰκείωμα
Headword (normalized):
οἰκείωμα
Headword (normalized/stripped):
οικειωμα
IDX:
22705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22728
Key:
oi)kei/wma
Data
{'content': 'οἰκείωμα\n οἰκείωμα, ατος, τό,\n kindred, relationship, Strab.', 'key': 'oi)kei/wma'}