Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀΐζυος
ὀϊζυρός
ὀϊζύς
ὀϊζύω
οἰήϊον
οἴησις
οἰητέος
οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκείω
οἰκείωσις
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
View word page
οἰκειοπραγία
οἰκειοπραγία οἰκειο-πραγία, ἡ, a minding oneʼs own affair, Plat.

ShortDef

a minding one's own affair

Debugging

Headword:
οἰκειοπραγία
Headword (normalized):
οἰκειοπραγία
Headword (normalized/stripped):
οικειοπραγια
IDX:
22701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22724
Key:
oi)keiopragi/a

Data

{'content': 'οἰκειοπραγία\n οἰκειο-πραγία, ἡ,\n a minding oneʼs own affair, Plat.', 'key': 'oi)keiopragi/a'}