Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰέτης
ὀΐζυος
ὀϊζυρός
ὀϊζύς
ὀϊζύω
οἰήϊον
οἴησις
οἰητέος
οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκείω
οἰκείωσις
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
View word page
οἰκειακός
οἰκειακός οἰκειᾰκός, ή, όν = οἰκεῖος III oneʼs own, Plut.
ShortDef
one's own
Debugging
Headword:
οἰκειακός
Headword (normalized):
οἰκειακός
Headword (normalized/stripped):
οικειακος
IDX:
22700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22723
Key:
oi)keiako/s
Data
{'content': 'οἰκειακός\n οἰκειᾰκός, ή, όν\n = οἰκεῖος III\n oneʼs own, Plut.', 'key': 'oi)keiako/s'}