Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακλαίω
ἀνακλάω
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
View word page
ἀνακομιδή
ἀνακομιδή ἀνακομίζω a carrying away again, recovery, τῶν πλοίων Decret. ap. Dem.
ShortDef
a carrying away again, recovery
Debugging
Headword:
ἀνακομιδή
Headword (normalized):
ἀνακομιδή
Headword (normalized/stripped):
ανακομιδη
IDX:
2271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2272
Key:
a)nakomidh/
Data
{'content': 'ἀνακομιδή\n ἀνακομίζω\n a carrying away again, recovery, τῶν πλοίων Decret. ap. Dem.', 'key': 'a)nakomidh/'}