Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰακίζω
οἰακονόμος
οἰακοστροφέω
οἰακοστρόφος
οἴαξ
οἰάτης
οἴγω
οἰδάνω
οἶδα
οἰδέω
οἴδημα
Οἰδιπόδειος
Οἰδιπόδης
Οἰδίπους
οἶδμα
οἶδος
οἴεος
οἰέτης
ὀΐζυος
ὀϊζυρός
ὀϊζύς
View word page
οἴδημα
οἴδημα οἴδημα, ατος, τό, a swelling, tumour, Dem.
ShortDef
a swelling, tumour
Debugging
Headword:
οἴδημα
Headword (normalized):
οἴδημα
Headword (normalized/stripped):
οιδημα
IDX:
22683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22706
Key:
oi)/dhma
Data
{'content': 'οἴδημα\n οἴδημα, ατος, τό,\n a swelling, tumour, Dem.', 'key': 'oi)/dhma'}