Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅθι
ὀθνεῖος
ὄθομαι
ὀθόνη
ὀθόνιον
ὁθούνεκα
ὄθριξ
Ὄθρυς
οἰακίζω
οἰακονόμος
οἰακοστροφέω
οἰακοστρόφος
οἴαξ
οἰάτης
οἴγω
οἰδάνω
οἶδα
οἰδέω
οἴδημα
Οἰδιπόδειος
Οἰδιπόδης
View word page
οἰακοστροφέω
οἰακοστροφέω οἰᾱκοστροφέω, fut. -ήσω to steer, direct, Aesch. from οἰᾱκοστρόφος
ShortDef
to steer, direct
Debugging
Headword:
οἰακοστροφέω
Headword (normalized):
οἰακοστροφέω
Headword (normalized/stripped):
οιακοστροφεω
IDX:
22675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22698
Key:
oi)akostrofe/w
Data
{'content': 'οἰακοστροφέω\n οἰᾱκοστροφέω,\n fut. -ήσω\n to steer, direct, Aesch.\n from οἰᾱκοστρόφος', 'key': 'oi)akostrofe/w'}