Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνακλάω
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
View word page
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιάζω κόγχη to open and counterfeit a seal, Ar.
ShortDef
to open and counterfeit a seal; to gargle
Debugging
Headword:
ἀνακογχυλιάζω
Headword (normalized):
ἀνακογχυλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακογχυλιαζω
IDX:
2268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2269
Key:
a)nakogxulia/zw
Data
{'content': 'ἀνακογχυλιάζω\n κόγχη\n to open and counterfeit a seal, Ar.', 'key': 'a)nakogxulia/zw'}