Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὀδών
ὁδωτός
ὀζαλέος
Ὀζόλαι
ὄζος
ὀζόστομος
ὄζω
ὅθεν
ὅθι
ὀθνεῖος
ὄθομαι
ὀθόνη
ὀθόνιον
ὁθούνεκα
ὄθριξ
Ὄθρυς
View word page
ὀζόστομος
ὀζόστομος ὀζό-στομος, ον, ὄζω, στόμα with bad breath, Anth.
ShortDef
with bad breath
Debugging
Headword:
ὀζόστομος
Headword (normalized):
ὀζόστομος
Headword (normalized/stripped):
οζοστομος
IDX:
22662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22685
Key:
o)zo/stomos
Data
{'content': 'ὀζόστομος\n ὀζό-στομος, ον,\n ὄζω, στόμα\n with bad breath, Anth.', 'key': 'o)zo/stomos'}