Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀδυνήφατος
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὀδών
ὁδωτός
ὀζαλέος
Ὀζόλαι
ὄζος
ὀζόστομος
ὄζω
ὅθεν
ὅθι
ὀθνεῖος
View word page
ὀδωδή
ὀδωδή ὀδωδή, ἡ, ὄζω smell, scent, Anth.
ShortDef
smell, scent
Debugging
Headword:
ὀδωδή
Headword (normalized):
ὀδωδή
Headword (normalized/stripped):
οδωδη
IDX:
22656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22679
Key:
o)dwdh/
Data
{'content': 'ὀδωδή\n ὀδωδή, ἡ,\n ὄζω\n smell, scent, Anth.', 'key': 'o)dwdh/'}