Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὀδών
ὁδωτός
ὀζαλέος
Ὀζόλαι
ὄζος
ὀζόστομος
ὄζω
View word page
Ὀδύσσειος
Ὀδύσσειος from Ὀδυσσεύς Ὀδύσσειος, Epic Ὀδυσήιος, η, ον of Ulysses, Od.

ShortDef

of Ulysses

Debugging

Headword:
Ὀδύσσειος
Headword (normalized):
ὀδύσσειος
Headword (normalized/stripped):
οδυσσειος
IDX:
22653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22676
Key:
*)odu/sseios

Data

{'content': 'Ὀδύσσειος\n from Ὀδυσσεύς\n Ὀδύσσειος, Epic Ὀδυσήιος, η, ον\n of Ulysses, Od.', 'key': '*)odu/sseios'}