Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφύλαξ
ὁδόω
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
View word page
ὀδυνηρός
ὀδυνηρός from ὀδύνη (ῠ) ὀδῠνηρός, Doric ὀδῠνᾱρός, ή, όν painful, Pind., Ar. painful, distressing, Eur., Ar.

ShortDef

painful

Debugging

Headword:
ὀδυνηρός
Headword (normalized):
ὀδυνηρός
Headword (normalized/stripped):
οδυνηρος
IDX:
22645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22668
Key:
o)dunhro/s

Data

{'content': 'ὀδυνηρός\n from ὀδύνη (ῠ)\n ὀδῠνηρός, Doric ὀδῠνᾱρός, ή, όν\n \n painful, Pind., Ar.\n painful, distressing, Eur., Ar.', 'key': 'o)dunhro/s'}