Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφύλαξ
ὁδόω
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
View word page
ὁδοφύλαξ
ὁδοφύλαξ ὁδο-φύλαξ (ῠ), ακος, a watcher of the roads, Hdt.
ShortDef
a watcher of the roads
Debugging
Headword:
ὁδοφύλαξ
Headword (normalized):
ὁδοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
οδοφυλαξ
IDX:
22641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22664
Key:
o(dofu/lac
Data
{'content': 'ὁδοφύλαξ\n ὁδο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a watcher of the roads, Hdt.', 'key': 'o(dofu/lac'}