Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφύλαξ
ὁδόω
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτικός
View word page
ὀδούς
ὀδούς Lat. dens, dentis, a tooth, Hom., Hes., etc.; ἕρκος ὀδόντων, v. ἕρκος 1; πρίειν ὀδόντας, v. πρίω.

ShortDef

tooth

Debugging

Headword:
ὀδούς
Headword (normalized):
ὀδούς
Headword (normalized/stripped):
οδους
IDX:
22640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22663
Key:
o)dou/s

Data

{'content': 'ὀδούς\n Lat. dens, dentis, a tooth, Hom., Hes., etc.; ἕρκος ὀδόντων, v. ἕρκος 1; πρίειν ὀδόντας, v. πρίω.', 'key': 'o)dou/s'}