Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφύλαξ
ὁδόω
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδυνηρός
View word page
ὁδοποιία
ὁδοποιία ὁδοποιία, ἡ, the work of a pioneer, Xen. from ὁδοποιός
ShortDef
road making
Debugging
Headword:
ὁδοποιία
Headword (normalized):
ὁδοποιία
Headword (normalized/stripped):
οδοποιια
IDX:
22635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22658
Key:
o(dopoii/a
Data
{'content': 'ὁδοποιία\n ὁδοποιία, ἡ,\n the work of a pioneer, Xen.\n from ὁδοποιός', 'key': 'o(dopoii/a'}