Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφύλαξ
ὁδόω
View word page
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυής ὀδοντο-φυής, ές φύομαι sprung from the dragonʼs teeth, Eur.
ShortDef
sprung from the dragon's teeth
Debugging
Headword:
ὀδοντοφυής
Headword (normalized):
ὀδοντοφυής
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφυης
IDX:
22632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22655
Key:
o)dontofuh/s
Data
{'content': 'ὀδοντοφυής\n ὀδοντο-φυής, ές\n φύομαι\n sprung from the dragonʼs teeth, Eur.', 'key': 'o)dontofuh/s'}