Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
ὀδούς
View word page
ὁδοιπόρος
ὁδοιπόρος ὁδοι-πόρος, ὁ, a wayfarer, traveller, Aesch., Soph., Ar.;—in Il., a fellow-traveller, or guide.

ShortDef

a wayfarer, traveller

Debugging

Headword:
ὁδοιπόρος
Headword (normalized):
ὁδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορος
IDX:
22630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22653
Key:
o(doipo/ros

Data

{'content': 'ὁδοιπόρος\n ὁδοι-πόρος, ὁ,\n a wayfarer, traveller, Aesch., Soph., Ar.;—in Il., a fellow-traveller, or guide.', 'key': 'o(doipo/ros'}