Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
ὁδουρός
View word page
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόριον ὁδοιπόριον, ου, τό, provisions for the voyage, Lat. viaticum, Od. from ὁδοιπόρος
ShortDef
provisions for the voyage
Debugging
Headword:
ὁδοιπόριον
Headword (normalized):
ὁδοιπόριον
Headword (normalized/stripped):
οδοιποριον
IDX:
22629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22652
Key:
o(doipo/rion
Data
{'content': 'ὁδοιπόριον\n ὁδοιπόριον, ου, τό,\n provisions for the voyage, Lat. viaticum, Od.\n from ὁδοιπόρος', 'key': 'o(doipo/rion'}