Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
ὁδός2
View word page
ὁδοιπορία
ὁδοιπορία ὁδοιπορία, ἡ, a journey, way, Hdt., etc.

ShortDef

a journey, way

Debugging

Headword:
ὁδοιπορία
Headword (normalized):
ὁδοιπορία
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορια
IDX:
22628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22651
Key:
o(doipori/a

Data

{'content': 'ὁδοιπορία\n ὁδοιπορία, ἡ,\n a journey, way, Hdt., etc.', 'key': 'o(doipori/a'}