Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅδε
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὁδός
View word page
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορέω ὁδοιπόρος to travel, walk, Hdt., Soph., etc.; ὁδ. τοὺς τόπους to walk over this ground, Soph.
ShortDef
to travel, walk
Debugging
Headword:
ὁδοιπορέω
Headword (normalized):
ὁδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορεω
IDX:
22627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22650
Key:
o(doipore/w
Data
{'content': 'ὁδοιπορέω\n ὁδοιπόρος\n to travel, walk, Hdt., Soph., etc.; ὁδ. τοὺς τόπους to walk over this ground, Soph.', 'key': 'o(doipore/w'}