Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀδάξ
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμάομαι
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
View word page
ὀδμάομαι
ὀδμάομαι ὀδμάομαι, older form of ὀσμάομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀδμάομαι
Headword (normalized):
ὀδμάομαι
Headword (normalized/stripped):
οδμαομαι
IDX:
22624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22647
Key:
o)dma/omai
Data
{'content': 'ὀδμάομαι\n ὀδμάομαι,\n older form of ὀσμάομαι.', 'key': 'o)dma/omai'}