Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνακλάω
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
View word page
ἀνάκλησις
ἀνάκλησις ἀνακαλέω a calling on, invocation, θεῶν Thuc. a recalling: retreat, Plut.
ShortDef
a calling on, invocation
Debugging
Headword:
ἀνάκλησις
Headword (normalized):
ἀνάκλησις
Headword (normalized/stripped):
ανακλησις
IDX:
2263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2264
Key:
a)na/klhsis
Data
{'content': 'ἀνάκλησις\n ἀνακαλέω\n a calling on, invocation, θεῶν Thuc.\n a recalling: retreat, Plut.', 'key': 'a)na/klhsis'}