Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδάξ
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὅδιος
View word page
ὄγχνη
ὄγχνη .ὄγχνη, ἡ, a pear-tree, Od.
ShortDef
a pear-tree
Debugging
Headword:
ὄγχνη
Headword (normalized):
ὄγχνη
Headword (normalized/stripped):
ογχνη
IDX:
22611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22634
Key:
o)/gxnh
Data
{'content': 'ὄγχνη\n .ὄγχνη, ἡ,\n a pear-tree, Od.', 'key': 'o)/gxnh'}