Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδάξ
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
View word page
ὀγκώδης
ὀγκώδης ὀγκ-ώδης, ες ὄγκοs2, εἶδος swelling, rounded, Xen. metaph. swollen, inflated, Plat.

ShortDef

swelling, rounded
given to braying

Debugging

Headword:
ὀγκώδης
Headword (normalized):
ὀγκώδης
Headword (normalized/stripped):
ογκωδης
IDX:
22607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22630
Key:
o)gkw/dhs1

Data

{'content': 'ὀγκώδης\n ὀγκ-ώδης, ες\n ὄγκοs2, εἶδος\n swelling, rounded, Xen.\n metaph. swollen, inflated, Plat.', 'key': 'o)gkw/dhs1'}